Του Νικολάου Αθ. Μπλάνη Αντιστράτηγου Αστυνομίας ε.α.
1. Ως γνωστόν το Κράτος Δικαίου χαρακτηρίζεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τους θεσμούς, όπου τίθενται οι κανόνες λήψης των αποφάσεων, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας. Έτσι διασφαλίζονται αφενός η ίση μεταχείριση των πολιτών και αφετέρου η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως είναι και το τεκμήριο αθωότητας. Σύμφωνα με αυτό, ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση σε βάρος του, δηλ. απόφαση και σε δεύτερο βαθμό, εφόσον ο πρωτοδίκως καταδικασθείς προσφύγει στο ανώτερο δικαστήριο. Μόνο τότε καταλύεται το τεκμήριο της αθωότητας και μπορεί να χαρακτηριστεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Δυστυχώς τείνει να αποτελέσει καθημερινό φαινόμενο η βάναυση κακοποίηση του τεκμηρίου αθωότητας με τον προκαταβολικό στιγματισμό και διασυρμό του κατηγορουμένου, ήδη από την φάση της αστυνομικής προανάκρισης.
2. Είναι αναμενόμενο το ενδιαφέρον της κοινωνίας για υποθέσεις ειδεχθών εγκλημάτων και δικαιολογημένη η κριτική των δικαστικών αποφάσεων, που όμως δεν μπορεί να οδηγεί στην ολοκληρωτική απαξίωση της Δικαιοσύνης. Πώς μπορεί λοιπόν να έχει λόγο ο λαός στις δικαστικές αποφάσεις και πώς συγκροτείται «το κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Ποιός το ερμηνεύει; Ποιοί είναι αυτοί που το εκφράζουν; Η πλειοψηφία των πολιτών, οι χρήστες των social media, οι οργανωμένες συλλογικότητες, τα κόμματα ή οι σύγχρονοι εργολάβοι του επιλεκτικού «ηθικού πλεονεκτήματος» και επαγγελματίες αλληλέγγυοι ακτιβιστές, που θέλουν να επιβάλουν την άποψή τους και να τρομοκρατήσουν την αντίθετη άποψη και τους εκπροσώπους της Δικαιοσύνης; Η μήπως οι τηλεδίκες των τηλεπερσόνων και των πάσης φύσεως γραφικών «ειδικών»; Όποια απάντηση και να δοθεί σε αυτά τα ερωτήματα οδηγεί αμέσως στην κατάλυση του Κράτους Δικαίου.
3. Στο ποινικό μας σύστημα, έχει προβλεφθεί η συγκρότηση των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, στα οποία καλούνται κάποιοι πολίτες-ένορκοι να αποφασίσουν για την κύρωση, που θα επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Με τον τρόπο αυτό οι ένορκοι εκφράζουν «το κοινό περί δικαίου αίσθημα».
4. Μπορεί το «κοινό» να απαιτεί από τη δικαιοσύνη την καταδίκη ορισμένων προσώπων ή ομάδων και την εξάντληση της αυστηρότητας των ποινών σε βάρος τους όχι με βάση συγκεκριμένες πράξεις και αποδεικτικά στοιχεία, αλλά με βάση τα πρόσωπα και τις ιδεολογικές τους προσεγγίσεις; Αν για παράδειγμα η κοινή γνώμη απαιτεί την επιβολή θανατικής ποινής πρέπει ο δικαστής να «υπακούσει»; Θα εξαρτήσει την προφυλάκιση ή όχι του κατηγορουμένου από «το κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Είναι δημοκρατικά επικίνδυνη η πρακτική, που ακολουθούν αυτές οι ομάδες να εργαλειοποιούν κατά περίπτωση την Δικαιοσύνη. Η (αρνητική) απάντηση στα ρητορικά αυτά ερωτήματα είναι προφανής. Τα ίδια αναδεικνύουν πόσο ολισθηρός είναι ο δρόμος και πόσο σοβαρός είναι ο κίνδυνος εκτροπής προς τα «λαϊκά δικαστήρια», τον ποινικό λαϊκισμό και την τοξικότητα της οχλοκρατίας.
5. Ειδικότερα οι παρεμβάσεις δημόσιων λειτουργών, κρατικών αξιωματούχων και ιδίως των εκπροσώπων της Εκτελεστικής Εξουσίας και γενικά των πολιτικών φορέων σε εκκρεμείς υποθέσεις είναι σε κάθε περίπτωση ανεπίτρεπτες. Είναι απαράδεκτος ο λαϊκισμός επί υποθέσεων της ποινικής δικαιοσύνης, η προσπάθεια «εργαλειοποίησης» αυτής και γενικά η «πολιτικοποίηση» ποινικών υποθέσεων.
6. Κατά συνέπεια, τα Μ.Μ.Ε, τα social media και τα κινήματα-κόμματα (ιδίως της «αριστερής» λογικής, που θεωρούν…«καλές» μόνο τις δικαστικές αποφάσεις, που υπηρετούν τις ιδεοληψίες τους και δημιουργούν ένα τοξικό κλίμα) δεν μπορεί να υποκαταστήσουν τη λειτουργία και τη λογική της Δικαστικής Εξουσίας. Πρέπει να περιοριστούν σε αυτό που είναι. Σε κάθε περίπτωση το Κράτος Δικαίου πρέπει να θωρακίσει τον εαυτό του απέναντι σ’ αυτό το περιβάλλον και η Πολιτική γενικά Εξουσία να αυτοπεριοριστεί στο ρόλο της, εγκαταλείποντας την τοξικότητα κάθε μορφής!!!
0 Σχόλια