Η αέναη κούρσα Ελλάδας - Τουρκίας
Βασίλης Νέδος
Η «ισορροπία δυνάμεων» στο Αιγαίο αποτελεί ένα πάλαι ποτέ κλισέ του δημοσίου λόγου, που παραπέμπει στην εποχή που η Ουάσιγκτον αντιμετώπιζε Ελλάδα και Τουρκία υπό το πρίσμα του «επτά προς δέκα», της αναλογίας δηλαδή ενίσχυσης κάθε χώρας με αμερικανικά όπλα. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως όμως η ραγδαία αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου, οδήγησε τα τελευταία 25 χρόνια στην ανατροπή του «επτά προς δέκα», ενώ από το 2009 και μετά, η σχέση αυτή επιδεινώθηκε για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, λόγω της διακοπής οποιασδήποτε εξοπλιστικής δαπάνης ως αποτέλεσμα της πολυετούς δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας. Και, δεύτερον, διότι η Τουρκία άρχισε να επενδύει σημαντικά κονδύλια από το «οικονομικό θαύμα» της περιόδου 2003-13 στην ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Στην Ελλάδα γίνεται πλέον μια σοβαρή προσπάθεια ανάταξης των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.), ωστόσο υπάρχουν τα «σκληρά» δεδομένα. Η Ελλάδα διαθέτει στρατιωτική ισχύ που δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν στην περιοχή, αλλά η Τουρκία, εμπειροπόλεμη πλέον και από τα μέτωπα στα οποία έχει βρεθεί (βόρεια Συρία), αναπτύσσεται ραγδαία. Το 2021 ξεκίνησε μια προσπάθεια ώστε η Ελλάδα να κλείσει αυτό το διαρκώς ευρυνόμενο χάσμα και να αποκτήσει δυνατότητες αποτροπής που θα φέρουν τις Ε.Δ. στον 21ο αιώνα. Η άφιξη έξι αεροσκαφών πολλαπλού ρόλου τύπου Rafale στην 114 Πτέρυγα Μάχης (Π.Μ.) την περασμένη Τετάρτη και η ένταξή τους στην Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) αποτελεί την πρώτη ενίσχυση των Ε.Δ. από το 2005 (F-16).
Έως το 2024, η Π.Α. θα έχει συνολικά 24 Rafale, με μεγάλη εμβέλεια δράσης, αλλά και όπλα υποστρατηγικού χαρακτήρα, τα οποία ενισχύουν περαιτέρω τις δυνατότητες μακρού πλήγματος, κυρίως όμως ωθούν σε πιο ανεπτυγμένες τεχνολογίες. Τα επόμενα χρόνια στην Αθήνα θα γίνει και μια πολύ σοβαρή συζήτηση σχετικά με το αν η Ελλάδα είναι έτοιμη να προχωρήσει και σε μαχητικά πέμπτης γενιάς (F-35), διόλου εύκολη, καθώς μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να οδηγήσει και σε πολύ εκτεταμένες εργασίες αναβάθμισης και υποδομών. Αν στην αεροπορική εξίσωση προστεθούν και τα υπό αναβάθμιση F-16 σε Viper, τότε φαίνεται ότι τουλάχιστον στους αιθέρες το ισοζύγιο ισχύος γέρνει συντριπτικά υπέρ της Π.Α.
Πρόκειται για προσωρινά ευνοϊκή συγκυρία. Λιγότερο από τρία χρόνια πριν, η Τουρκία βρισκόταν στο πρόγραμμα των F-35, με πρώτες παραλαβές το 2019-20. Η πρόθεση της Άγκυρας να προχωρήσει στην αναβάθμιση τμήματος του στόλου των F-16 σε Viper αποτελεί προσπάθεια εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου τουρκικού στόλου μαχητικών. Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι παραμένει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο εξομάλυνσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και επιστροφής στο πρόγραμμα των F-35. Η συμφωνία με το Κατάρ για στάθμευση Rafale στο τουρκικό έδαφος αποτελεί, επίσης, μια σαφή προσπάθεια αντιρρόπησης των ελληνικών αγορών.
Το τουρκικό πλεονέκτημα
Η Πολεμική Αεροπορία αποτελεί μία από τις πιο έμπειρες αεροπορίες στη Δύση και ο τρόπος με τον οποίο έχει εντάξει επιχειρησιακά, τις προηγούμενες δεκαετίες, μια ευρεία γκάμα τύπων μαχητικών και άλλων αεροσκαφών έχει δημιουργήσει παράδοση. Αντιθέτως, στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (έχει επικρατήσει ως πολιτικώς ορθή η αποτύπωση ως Uninhabited Aerial Vehicle-UAV), η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω έναντι της Τουρκίας. Η χρήση Bayraktar, ANKA-S από το σύνολο των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ) και τη βαριά οπλισμένη Στρατοχωροφυλακή μελετάται εδώ και μήνες από την Αθήνα. Τα UAV πέρα από τη στρατιωτική σημασία τους αποτελούν πολλαπλασιαστή διπλωματικής ισχύος για την Άγκυρα, κάτι που έχει απασχολήσει ακόμη και το υπουργείο Εξωτερικών.
Η Αθήνα αναζητεί τρόπους για να εκθέσει την Άγκυρα ως εξαγωγό χώρα όπλων που αποσταθεροποιεί περιφερειακά θέατρα συγκρούσεων (Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Αιθιοπία, Λιβύη, Ουκρανία). Ωστόσο, κάτι τέτοιο αποδεικνύεται πραγματικά πολύ δύσκολο. Για τα τουρκικά UAV έχουν εκδηλώσει ανοιχτό ενδιαφέρον ακόμη και κράτη-μέλη της Ε.Ε. Σαφώς φθηνότερα από τα τεχνολογικής αιχμής αμερικανικά UAV και πολύ πιο αποτελεσματικά από τα φθηνά, αλλά επιχειρησιακά υποδεέστερα κινεζικά, τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη εξάγονται από την Τουρκία με αύξηση 400% τα τελευταία χρόνια. Και στον επιχειρησιακό τομέα τα UAV έχουν δικαιώσει τις ΤΕΔ, καθώς στις δύο κρίσεις του 2020 (Έβρος και Ανατολική Μεσόγειος) παρείχαν επί 24ωρο επιχειρησιακή εικόνα. Παράλληλα, η σταδιακή ένταξη των Akinçi στις τάξεις των ΤΕΔ δείχνει ότι η τουρκική εγχώρια βιομηχανία έχει ουσιαστικές δυνατότητες. Κυρίως, όπως αναφέρουν στην «Κ» πηγές με άριστη γνώση του ζητήματος, παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς αντιμετωπίζει η Τουρκία, τα UAV είναι ένα προϊόν 100% «Made in Turkey».
Προς το παρόν, οι πρακτικές δυνατότητες της Αθήνας στον τομέα των UAV εξαντλούνται στα δύο μισθωμένα από το Ισραήλ Heron και κάποια απαρχαιωμένα Sperwer. Η πιθανότητα ανάπτυξης εγχώριας βιομηχανίας αργεί, οπότε η Αθήνα έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου για την προμήθεια αντιμέτρων (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ). Η πρόσφατη προσπάθεια του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλου είχε και αυτόν τον σκοπό. Επιπλέον, για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, γίνεται μια προσπάθεια να υπερκεραστεί η δαιδαλώδης γραφειοκρατία στον τομέα των ερευνητικών προγραμμάτων, τα οποία στο παρελθόν λίμναζαν στα επιτελεία ή στη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών. Αξιολογείται μια σειρά από καινοτόμους προτάσεις που επιχειρούν το αυτονόητο, να μεταφέρουν τις γνώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της άμυνας.
Κλικ για μεγέθυνση:
Εκτός από Belharra θα «τρέξουν» και κορβέτες
Οι δύο χώρες αναμετρήθηκαν στο πεδίο της θάλασσας τον Αύγουστο του 2020. Παρότι ήδη υπήρχε η αίσθηση ότι το Πολεμικό Ναυτικό πρέπει να ενισχυθεί, η ανάγκη αυτή έγινε μετά το φθινόπωρο του 2020 αδήριτη. Παρά το γεγονός ότι το Π.Ν. ανταποκρίθηκε απολύτως στην αποστολή και η ναυτοσύνη των στελεχών του κράτησε την αντιπαράθεση σε ελεγχόμενη ένταση, φάνηκε ότι το τουρκικό ναυτικό δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Ούτε επιχειρησιακά, ούτε όμως και τεχνολογικά. Διαθέτει έναν στόλο όχι εντυπωσιακό από πλευράς τεχνολογικών ικανοτήτων, αλλά καλά συντηρημένο και με δυνατότητες εγχώριας ναυπήγησης.
Η πλέον ανησυχητική για την Αθήνα ένδειξη ήταν ότι ενώ το Π.Ν. ήταν κυρίαρχο στο Αιγαίο, η απομάκρυνση από το αρχιπέλαγος και η επιχειρησιακή δράση μακριά από τις βάσεις του, στην Ανατολική Μεσόγειο, έγερνε την πλάστιγγα προς την τουρκική πλευρά. Ακριβώς η ανάγκη για ένα πλοίο με αντιαεροπορική προστασία, τεχνολογία η οποία ακόμα δεν έχει κατακτηθεί από τον αντίπαλο, αλλά και δυνατότητες μεγάλης αυτονομίας ήταν αυτή που οδήγησε στην απόφαση για αγορά τριών φρεγατών FDI Belharra με την προαίρεση για μία ακόμα. Οι δύο πρώτες θα φτάσουν στην Ελλάδα το 2025, ενώ παράλληλα θα «τρέξει» και ένα πρόγραμμα κορβετών, προκειμένου ο γηράσκων στόλος να ενισχυθεί ποσοτικά. Αυτή τη στιγμή η δύναμη των φρεγατών του Π.Ν. ανέρχεται σε 13, ωστόσο δύσκολα μπορεί από αυτά τα πλοία να παραμείνουν 2 ή 3 σε υπηρεσία τα επόμενα 5-7 χρόνια. Με τέσσερις ή πέντε κορβέτες και τρεις ή τέσσερις φρεγάτες, το Π.Ν. του 2030 θα προσεγγίζει τα 10-11 πλοία.
Η ψηφιακή εποχή
Ωστόσο, η πλέον σοβαρή παράμετρος που έχει μετατρέψει τις θέσεις της ηγεσίας του Π.Ν. σε διακεκαυμένη ζώνη, είναι ότι καλείται να μεταβεί από τη συμβατική τεχνολογία στην ψηφιακή. Αυτό σημαίνει ότι άμεσα, ήδη από το ακαδημαϊκό έτος 2022-23, θα πρέπει να βρεθεί λύση για τη στελέχωση των ψηφιακών φρεγατών. Θα είναι ένα πλοίο που χρειάζεται περισσότερο προγραμματιστές και λιγότερο παλαιότερες ειδικότητες οπλικών συστημάτων που κρίνονται ξεπερασμένα.
Ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Π.Ν. στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο είναι τα τέσσερα υποβρύχια αναερόβιας πρόωσης 214 («Παπανικολής»). Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια αναμένεται να ανατραπεί καθώς σε τουρκικά ναυπηγεία σταδιακά χτίζονται τα τουρκικά Τ 214 υποβρύχια, γεγονός που θα φέρει εξισορρόπηση και σε αυτόν τον τομέα. Παράλληλα, η Τουρκία υπερτερεί σε μονάδες εγχώριας ναυπήγησης που έχουν ως σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών. Μετά την καθέλκυση του «Ufuk» τον περασμένο Δεκέμβριο, η Τουρκία διαθέτει πλέον δύο πλοία υποκλοπών, ενώ με ενδιαφέρον αναμένεται πως θα προχωρήσει η υπόθεση του πλοίου αμφίβιων επιχειρήσεων «TCG Anadolu». Παρότι πρόκειται σαφώς για μονάδα προβολής ισχύος μακριά από το Αιγαίο, η δυνατότητα μεταφοράς σημαντικής δύναμης πυρός (ελικόπτερα και UAV) σε μεγάλες αποστάσεις δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται από την Αθήνα με σκεπτικισμό.
Ο Στρατός Ξηράς
Η κρίση στον Έβρο τον Φεβρουάριο του 2020 έδειξε ότι οι μονάδες του Στρατού Ξηράς στο «ποτάμι» είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές και με συσσωρευμένη εμπειρία ενός συνόρου που από πορώδες μπορεί πολύ γρήγορα να γίνει σκληρό και αδιαπέραστο εφόσον αυτό χρειαστεί. Παρά το γεγονός ότι τα οπλικά συστήματά του είναι πολύ λιγότερο εντυπωσιακά από τα Rafale ή τις φρεγάτες, η σημασία τους είναι καίρια. Σε αριθμούς ο ελληνικός στρατός διαθέτει περί τους 48.000 μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, με τον αριθμό να φθάνει στις 93.000 αν προστεθούν οι στρατεύσιμοι. Οι αριθμοί για τις χερσαίες τουρκικές δυνάμεις μοιάζουν σχετικά περιορισμένοι σε σχέση με το μέγεθος της χώρας (260.000), ωστόσο σε περίπτωση επιστράτευσης ο αριθμός αυτός μπορεί να αυξηθεί. Η κρίση του Έβρου κατέδειξε στην ελληνική πλευρά και την ισχύ των τουρκικών παραστρατιωτικών σωμάτων, όπως η Στρατοχωροφυλακή. Στην Τουρκία ο αριθμός όλων αυτών των σωμάτων, τα οποία διαθέτουν βαρύ οπλισμό και εκπαίδευση φθάνει στις 156.000.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr
0 Σχόλια