Οι πολιτικές και οικονομικές πτυχές από ένα πιθανό πρόγραμμα αγοράς
Βασίλης Νέδος
Η τυπική έγκριση του αμυντικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ, όπου συμπεριλαμβανόταν και ο νόμος Μενέντεζ – Ρούμπιο που πρακτικά προβλέπει την αύξηση της αμερικανικής εμπλοκής στην ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ελλάδας προκάλεσε, όπως ήταν λογικό, τεράστιο ενδιαφέρον στην Αθήνα, ιδιαίτερα καθότι στο κείμενο περιλαμβάνεται και παραίνεση για επιτάχυνση των διαδικασιών προμήθειας F-35, όταν, βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει μια τέτοια κίνηση. Η «Κ» θα επιχειρήσει να αποκρυπτογραφήσει τις οικονομικές, πολιτικές και λοιπές πτυχές που μπορεί να έχει ένα πιθανό πρόγραμμα απόκτησης F-35.
Παρά τις κατά καιρούς ενθουσιώδεις αναφορές ως προς την προώθηση των διαδικασιών για την απόκτηση του F-35A πρέπει να ακολουθηθούν ορισμένα πολύ συγκεκριμένα βήματα. Το πρώτο αφορά το ερώτημα αν χρειάζονται αυτά τα αεροσκάφη στην Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.). Σε πολυάριθμες συζητήσεις εντός των τάξεων της Π.Α. κατ’ αρχάς και σε ευρύτερο πλαίσιο δευτερευόντως, έχει καταστεί σαφές ότι η μετάβαση στο F-35 (ή σε παρόμοιο τύπο αεροσκάφους) είναι αναπόφευκτη για λόγους που σχετίζονται με τα άλματα τεχνολογίας που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια συνολικότερα.
Αρχικά η Π.Α., μπαίνοντας στη διαδικασία αναβάθμισης συνολικά 83 F-16 σε διαμόρφωση Viper, δημιουργεί προϋποθέσεις διαλειτουργικότητας (δηλαδή ευκολότερης συνεργασίας με βάση δικτυοκεντρικό σύστημα) με τα πέμπτης γενιάς αεροσκάφη. Κατά ένα βασικό επιχειρησιακό σενάριο, ένα F-35 θα μπορεί να αποτελεί το βασικό στοιχείο ενός σμήνους, το οποίο θα συμπληρώνεται από 4-5 F-16 που θα επιχειρούν υπό τον εκ του μακρόθεν συντονισμό του πέμπτης γενιάς μαχητικού. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σε περίπτωση ευόδωσης του σεναρίου η Π.Α. θα μετατραπεί σε μία από τις ισχυρότερες της περιοχής, καθώς θα επιχειρεί με εκσυγχρονισμένα F-16, Rafale και F-35.
Εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί της Π.Α. που έχουν δει τις δυνατότητες του F-35 το περιγράφουν ως το «τελευταίο επανδρωμένο αεροσκάφος», εκτιμώντας ότι η έκτη γενιά θα προσομοιάζει περισσότερο σε UAV παρά σε μαχητικό που ελέγχεται από κάποιον χειριστή μέσα στο πιλοτήριο. Επιπλέον, ο στόλος των F-16 της Π.Α. αναβαθμίζεται μεν, γηράσκει δε και θα πρέπει σε βάθος χρόνου να βρεθεί ένα αεροσκάφος που θα το αντικαταστήσει σε ικανούς αριθμούς.
Στην Αθήνα, εν ολίγοις, υπάρχει σαφές ενδιαφέρον για την απόκτηση του F-35A, του αεροσκάφους πέμπτης γενιάς με χαρακτηριστικά «stealth» που κατασκευάζεται από τη Lockheed Martin. Ήδη έχουν παραδοθεί περί τα 720 μαχητικά αυτού του τύπου με περισσότερα από τα μισά να αφορούν ευρωπαϊκές χώρες. Οι πρόσφατες αποφάσεις για προμήθεια F-35 από ευρωπαϊκές –εκτός ΝΑΤΟ– χώρες, όπως η Ελβετία και η Φινλανδία, υποδηλώνουν μια γενικότερη τάση που υπάρχει για το F-35, γεγονός το οποίο αυξάνει ακόμα περισσότερο την παραγωγή και μεσοπρόθεσμα μπορεί να συμπιέσει προς τα κάτω τις τιμές. Αυτή η αύξηση παραγγελιών είναι ο βασικός παράγοντας που οδηγεί τα στελέχη της Lockheed Martin στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί να προμηθευτεί τα F-35A σε τιμή κάτω των 80 εκατ. δολαρίων ανά μονάδα. Αυτή τη στιγμή το κόστος υπολογίζεται σε περίπου 100 εκατ. δολάρια ανά μονάδα.
Εκείνο που δεν υπάρχει στην Αθήνα αυτή την περίοδο είναι οι απαραίτητες πιστώσεις. Ήδη έχουν ληφθεί αποφάσεις για 2,5 δισ. ευρώ για 18 γαλλικά μαχητικά τύπου Ραφάλ και ακόμα 3,05 δισ. ευρώ για τρεις φρεγάτες FDI. Σύντομα, θα ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για έξι πρόσθετα Ραφάλ αλλά και τρεις ή τέσσερις κορβέτες, προσθέτοντας ακόμα περίπου 2,5-3 δισ. στον προϋπολογισμό. Επιπλέον, για τα επόμενα χρόνια σχεδιάζονται δαπάνες και για διάφορα συστήματα ισραηλινής τεχνολογίας, αλλά και το Διεθνές Κέντρο Αεροπορικής Εκπαίδευσης Καλαμάτας. Η απόφαση και για προμήθεια F-35 θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να εντοπιστούν κάποιες πιστώσεις του ίδιου επιπέδου (2-3 δισ. ευρώ, ανάλογα με τον αριθμό αεροσκαφών, 6, 8, 10, 12 ή 18 ή 24).
Σε περίπτωση εξεύρεσης πιστώσεων η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να προχωρήσει μέσω διακρατικής συμφωνίας τύπου FMS (αμερικανικό Πεντάγωνο), με την αποστολή επιστολής αιτήματος (Letter of Request) για επιστολή προσφοράς και αποδοχής (Letter of Offer and Acceptance) προς τις αμερικανικές αρχές. Σημειώνεται ότι η «Κ» ήδη από πέρυσι είχε αποκαλύψει ότι στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπήρχε σχέδιο αποστολής αιτήματος για έξι αεροσκάφη.
Από τη στιγμή που η LOR για LOA φύγει από την Αθήνα για την Ουάσιγκτον απαιτούνται τουλάχιστον πέντε χρόνια μέχρι τη στιγμή που το πρώτο F-35 θα προσγειωθεί σε κάποιο ελληνικό αεροδρόμιο. Και αυτό διότι αφενός θα πρέπει να γίνουν όλα τα απαραίτητα –και χρονοβόρα– βήματα της αμερικανικής γραφειοκρατίας και στη συνέχεια να εκπαιδευθούν στις ΗΠΑ οι πρώτοι χειριστές και να γίνουν κάποιες διόλου αμελητέες επενδύσεις στις υφιστάμενες υποδομές. Οι σημερινές Πτέρυγες Μάχης της Π.Α. δεν μπορούν να φιλοξενήσουν μαχητικά πέμπτης γενιάς. Οι επενδύσεις που πραγματοποιούν οι ΗΠΑ στην αεροπορική βάση της Λάρισας θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα προοίμιο για τη δημιουργία μιας πτέρυγας που θα φιλοξενήσει την πρώτη μοίρα F-35, ωστόσο κάθε τέτοια συζήτηση είναι πολύ πρώιμη.
Ενίσχυση των Ε.Δ.
Αντιθέτως, ο νόμος Μενέντεζ – Ρούμπιο ανοίγει πολύ πιο ώριμες συζητήσεις για ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) με μια μεγάλη γκάμα οπλικών συστημάτων από το χρησιμοποιημένο οπλοστάσιο του αμερικανικού στρατού, κυρίως μέσα από τη διαδικασία του πλεονάζοντος υλικού (Excess Defense Article). Πρόκειται κατά κύριο λόγο για συστήματα που θα οδηγήσουν σε ενίσχυση και τον Στρατό Ξηράς (Σ.Ξ.), ο οποίος ανασυγκροτείται ταχέως, με τον Αρχηγό ΓΕΣ Χαράλαμπο Λαλούση να θεωρείται ένας αθόρυβος αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικός παράγοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Πέρα από τα οχήματα Μ-1117 που ήδη έχουν αρχίσει να παραλαμβάνονται, σύντομα θα ακολουθήσουν και συζητήσεις για την προμήθεια αμερικανικών αμφίβιων οχημάτων (AAV), αλλά και οπλικών συστημάτων που αυτή τη στιγμή χρειάζονται υποστήριξη.
Αύξηση της αμερικανικής εμπλοκής
Είναι απολύτως σαφές ότι οι αμερικανικές νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν επισυμβαίνουν σε γεωπολιτικό κενό. Αυτή η εντατική προσπάθεια για διευκόλυνση ενίσχυσης των ελληνικών στρατιωτικών δυνατοτήτων αποσκοπεί, αφενός, στην ανάγκη για ενίσχυση της Ελλάδας ως χώρας που αποτελεί εναλλακτική οδό μετακίνησης νατοϊκών δυνάμεων από την Ανατολική Μεσόγειο προς τη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Ευρώπη, αφετέρου, στην υποστήριξη του πιο περιφερειακού ρόλου της Ελλάδας σε μια εποχή συνολικότερων ανακατατάξεων. Η εμφανέστερη αμερικανική εμπλοκή στην περιοχή συνδέεται, βεβαίως, και με τις εξελίξεις στη Τουρκία, που μοιάζει ολοένα και δυσκολότερο να προβλεφθούν. Παρά την κατακρήμνιση του τουρκικού νομίσματος, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παραμένει ένας ηγέτης με ισχυρό λαϊκό έρεισμα, διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων μέσα σε μια ατμόσφαιρα, που σε άλλες χώρες ενδεχομένως να είχε ήδη δρομολογήσει πολιτικές ή άλλες εξελίξεις. Αυτή η ρευστότητα στην Τουρκία σε συνδυασμό με ευρύτερες ανακατατάξεις στην Ευρασία είναι και η αιτία που περίπου για μία δεκαετία η Ουάσιγκτον έχει στραμμένη την προσοχή της στην Ελλάδα ως πολύτιμο κρίκο στην αλυσίδα της σταθερότητας.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr
0 Σχόλια