Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Ένας παρασκηνιακός «άγνωστος πόλεμος» βρίσκεται σε εξέλιξη, στο πλαίσιο των Κλαδικών ανταγωνισμών των Ενόπλων Δυνάμεων, ως αποτέλεσμα της αναγεννημένης κυβερνητικής δραστηριότητος στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών. Ένας «πόλεμος», ο οποίος δεν συνιστά αντίδραση στην εξελισσόμενη προσπάθεια ενισχύσεως της ένοπλης ισχύος της χώρας αλλά στην παράμετρο της προτεραιοποιήσεως (όχι ιεραρχήσεως) των προγραμμάτων που προχωρούν σε ανάθεση συμβάσεως. Το κριτήριο δεν είναι τόσο επιχειρησιακό, όσο οικονομικό, αφού αφορά τις νόμιμες κρατήσεις που περιλαμβάνονται σε κάθε σύμβαση προμήθειας αμυντικού υλικού και αποδίδονται κατά βάση στο Μετοχικό Ταμείο του κάθε Κλάδου, τον οποίο αφορούν αυτές.
Ως γνωστόν, σε κάθε σύμβαση προμήθειας αμυντικού υλικού, προβλέπεται επιβάρυνση από κρατήσεις ύψους 4% επί του ύψους της συμβάσεως, που κατευθύνεται στο οικείο Μετοχικό Ταμείο. Αυτά τα έσοδα για τα Μετοχικά Ταμεία των τριών Κλάδων, «μεταφράζονται» σε παροχές μερίσματος στους αποστράτους, εφάπαξ αποζημιώσεις κ.λπ., επομένως έχουν ισχυρή επίδραση στην οικονομική κατάσταση των αποστρατευομένων και των αποστράτων.
Φυσικά επί μακρά περίοδο, είναι αμφίβολο κατά πόσο το Υπουργείο Οικονομικών επέτρεπε την καταβολή του μεριδίου αυτού στα Μετοχικά Ταμεία των Κλάδων. Επιπλέον, και η μακρά περίοδος… αυτοαφοπλισμού που πέτυχαν οι τελευταίες κυβερνήσεις από την εποχή προ των Μνημονίων ήδη, είχε ως συνέπεια να μην υπάρχουν σοβαρά έσοδα από συμβάσεις προμηθειών.
Ενδεικτικώς, στην περίοδο μετά το 2010, οι μείζονες συμβάσεις που ανατέθηκαν αφορούσαν την επαναφορά σε ενέργεια και εκσυγχρονισμό των 5 αεροσκαφών Ρ-3Β του Πολεμικού Ναυτικού (2015), την αναβάθμιση των 84 μαχητικών F-16 (2018), την προμήθεια των 7 ελικοπτέρων MH-60R (2020) και την προμήθεια 18 Rafale (2021), για να περιοριστούμε αυστηρώς στις συμβάσεις που αφορούσαν πολεμικά μέσα και όχι υπηρεσίες κ.λπ. Ενδεικτικώς, στην περίπτωση των Rafale, οι συμβάσεις που υπεγράφησαν περιελάμβαναν κρατήσεις 6,144%, αναλυόμενες σε 4% υπέρ Μετοχικού Ταμείου Αεροπορίας, 2% υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Αλληλοβοήθειας Αεροπορίας (ΕΛΟΑΑ) και 0,12% τέλη χαρτοσήμου και 0,024% υπέρ του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), δηλαδή «Τέλος Χαρτοσήμου επί των Κρατήσεων». Όπως σημειώναμε τότε, σε ύψος συμβάσεων 2.337.014.000 € προστέθηκαν συνολικώς 152.985.600 € από κρατήσεις.
Στο άλλο μεγάλο πρόγραμμα της Πολεμικής Αεροπορίας, στην σύμβαση των F-16 ύψους 1.232.351.577 € (1.528.115.956 $ με ισοτιμία 1 € = 1,24 $), προστέθηκαν άλλα 49.294.063 € από κρατήσεις 4% υπέρ Μετοχικού Ταμείου Αεροπορίας. Επομένως, την τελευταία τριετία έχουν εξασφαλισθεί ροές υπέρ των 200 εκατ. € στο εν λόγω Ταμείο.
Σε μικρότερα νούμερα ανέρχεται η απόδοση των εξοπλιστικών συμβάσεων στο Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού. Εκεί, τα ποσά είναι σαφώς μικρότερα αλλά το υπό εξέλιξη «υπερπρόγραμμα» προμήθειας 4 νέων φρεγατών και εκσυγχρονισμού των 4 ΜΕΚΟ 200, προϋπολογισμού 5 δισ. €, αναμένεται να αποφέρει συνολικώς ένα πολύ μεγάλο μερίδιο.
Εν τω μεταξύ, για την Πολεμική Αεροπορία αποφασίσθηκε η προμήθεια 6 επιπλέον Rafale και προετοιμάζονται προγράμματα αναβαθμίσεως των 38 F-16 Block 50 και προμήθειας μίας Μοίρας F-35. Το συνολικό ύψος αυτών, θα ξεπεράσει τα 4 δισ. €! Που μεταφράζονται σε άλλα 160 εκατ. € για το Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας.
Έναντι όλων αυτών, ο Στρατός Ξηράς, με το περισσότερο έμψυχο δυναμικό, παραμένει απλός παρατηρητής και πραγματικά «πτωχός συγγενής» από όλες τις απόψεις. Κύριο υλικό νέας κατασκευής δεν αγοράζεται, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για ο,τιδήποτε προσφέρουν οι ΗΠΑ ως πλεονάζον υλικό ενώ τα όποια «μεγάλα» προγράμματα απουσιάζουν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι εάν κάποιος αντιλαμβάνεται τα εξοπλιστικά προγράμματα ως ευκαιρίες επενδύσεων για την ανάμειξη και της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, με την ανάληψη σοβαρού έργου παραγωγής και αναπτύξεως νέων δυνατοτήτων, η αγορά χερσαίων συστημάτων είναι αυτή που εξυπηρετεί περισσότερο επειδή σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν και οι περισσότερες δυνατότητες ελληνικών εταιρειών.
Εάν παρατηρήσει κανείς διαχρονικώς το μέγεθος συμμετοχής ελληνικών εταιρειών σε βιομηχανικό έργο και επιστροφές από συμβάσεις προμήθειας, το πλέον επιτυχημένο παράδειγμα είναι αυτό των αρμάτων μάχης Leopard 2 HEL. Περιττεύει ίσως να αναφερθεί ο αριθμός των ελληνικών εταιρειών που ενεπλάκησαν στο πρόγραμμα συμπαραγωγής (άλλο εάν κάποιες οδηγήθηκαν σε κλείσιμο λόγω κακοδιαχειρίσεως) και την «συμμετοχή» προϊόντων τους στο τελικό προϊόν αλλά και -το σημαντικότερο ίσως- στην ανάληψη έργου από τον κατασκευαστή προς εξυπηρέτηση συμβάσεων που υπεγράφησαν με άλλες χώρες. Δεν υπήρξε έκτοτε άλλο πρόγραμμα με τέτοιον βαθμό βιομηχανικών επιστροφών για την χώρα και αν δεν υπήρχε η ανακοπή λόγω Μνημονίων και επιλογών που δεν απέδωσαν, όπως το ενδιαφέρον για ρωσικό ΤΟΜΑ, η πορεία θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί χωρίς διακοπή.
Αυτά φυσικά, θεωρητικώς δεν… αγγίζουν τους στρατιωτικούς, καθώς «δουλειά τους» είναι η αναζήτηση των βέλτιστων οπλικών συστημάτων, χωρίς να απασχολούν προεκτάσεις που άπτονται ζητημάτων εθνικής οικονομίας και αυτάρκειας, που όμως περνούν μέσα από την αμυντική βιομηχανία. Εάν όμως τώρα διαπιστώνουν κάποιοι με δυσαρέσκεια ότι ο εξοπλιστικός παραγκωνισμός τους επηρεάζει τα οικονομικά και οικογενειακά τους, ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα γι΄ αυτούς εάν διαχρονικώς έδειχναν περισσότερο ενδιαφέρον στην υποστήριξη πραγματικά εθνικών λύσεων διά της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, αφού ο τομέας των χερσαίων συστημάτων, απαιτεί λιγότερο χρόνο και επενδύσεις για την ανάπτυξη συστημάτων, εν σχέσει με τον αεροναυτικό ενώ στην ελληνική περίπτωση, είναι και πιο «βατός» για τον μεγαλύτερο αριθμό εταιρειών του χώρου, από πλευράς επιπέδου τεχνολογικής προκλήσεως.
Αυτό που θέλουμε να πούμε, είναι ότι ο τομέας των χερσαίων συστημάτων θα μπορούσε πραγματικά να είναι αρκετά ανεπτυγμένος στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντας για τον Ελληνικό Στρατό σύγχρονο υλικό και σε σταθερή βάση. Μια βασική προϋπόθεση για σταθερές ροές υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, που ενώ έχει τους περισσότερους μερισματούχους εν σχέσει με τα άλλα δύο, αποδίδει αναλογικώς τα λιγότερα.
Στον χερσαίο τομέα υπάρχουν τα κρατικά ΕΑΣ, όπου όμως το κυβερνητικό ενδιαφέρον δεν δείχνει να είναι το ίδιο, συγκριτικώς με την άλλη κρατική, την ΕΑΒ. Ενώ ανατίθενται συμβάσεις για αεροπορικό υλικό στο όνομα διασώσεως της ΕΑΒ, δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα για τα ΕΑΣ. Τα μεγάλα προγράμματα που έχουν εξαγγελθεί από την κυβέρνηση, εμπλέκουν την ΕΑΒ μέσα από Ρ-3Β, F-16V και F-35, ενώ διά των φρεγατών υπόσχονται να αναβιώσουν τα ναυπηγεία. Για τα ΕΑΣ, η επίσημη εξαγγελία μεταφοράς των εγκαταστάσεων από τον Υμηττό και η ανυπαρξία ενδιαφέροντος για συγκεκριμένα μεγάλα προγράμματα που θα μπορούσαν να ανατεθούν στην εταιρεία, εκπέμπουν αντιφατικά μηνύματα.
Εάν προσεχθεί, στα περιγραφέντα ανωτέρω για μεγάλες συμβάσεις και προγράμματα, «κρύβονται» από πίσω επενδυτές, τους οποίους η κυβέρνηση είναι φυσιολογικό και θεμιτό να προσπαθεί να προσελκύσει. Το σημείο προσοχής λοιπόν, εάν θα ήθελε κανείς να λύσει τον «γρίφο» για το μέλλον των ΕΑΣ, είναι η διαφαινόμενη απουσία κάποιου υποψηφίου να επενδύσει σε αυτά. Το 2015, η κυβερνητική αλλαγή οδήγησε σε ναυάγιο των προσπαθειών της προηγουμένης κυβερνήσεως για διάσωση των ΕΑΣ, μέσω και της συνάψεως συμφωνιών συνεργασίας για συγκεκριμένα προγράμματα με την αμερικανική ΑΤΚ. Έκτοτε, εξαφανίστηκαν οι προοπτικές μεγάλων συνεργασιών με κάποιον σοβαρό «παίκτη» του χώρου των χερσαίων συστημάτων, ο οποίος θα μπορούσε όχι μόνο να φέρει έργο για λειτουργία δύο και τριών γραμμών παραγωγής διαφορετικών προϊόντων αλλά και να επενδύσει.
Εάν δούμε την μεγάλη εικόνα όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, υπάρχει σαφής εύνοια προς συνεργασίες με τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι υφίσταται και επιχειρηματικό ενδιαφέρον για επενδύσεις σε ελληνικές εταιρείες, μέσα όμως από ουσιαστικά προγράμματα μεταφοράς έργου σε αυτές. Η κυβέρνηση δείχνει ισχυρό ενδιαφέρον προς αυτή την κατεύθυνση, που καλύπτει τον αεροναυτικό τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Το ερώτημα είναι, γιατί δεν υπάρχει ανάλογη δυναμική στον τομέα των χερσαίων συστημάτων. Όπου εξάλλου, όπως είπαμε, οι ελληνικές εταιρείες έχουν μεγαλύτερο πεδίο αντικειμένου, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη έκθεση DEFEA 2021.
ΠΗΓΗ: doureios.com
0 Σχόλια