Σαν τέτοιο, μοναχικός κρυφός φονιάς έδρασε στην ναυτική πολεμική ιστορία το πρώτο υποβρύχιο εν μάχη στον Αμερικανικό Εμφύλιο το ονομασμένο από τον σχεδιαστή και τον κύριο χρηματοδότη του, Horace Lawson Hunley
Τίτος Χριστοδούλου*
Ειρωνικά, ίσως, στην ετυμολογία του υποβρυχίου το ρήμα «βρύω» σημαίνει καταβρέχομαι, είμαι κατάφορτος, όπως το «βρύει ανθέων» για τον λειμώνα στον Όμηρο. Στο «υποβρύχιο», βέβαια, δηλοί πως το σκάφος περιβάλλεται από το νερό όταν «καταδυθεί», με το ρήμα «δύω» να σημαίνει το κρύβομαι, επισημαίνοντας και την στρατηγική αξία και χρήση του υποβρυχίου να κρύβεται, να ενεργεί ως ο φονέας εκ των βαθέων, ο κρυφός φονιάς… Σαν τέτοιο, μοναχικός κρυφός φονιάς έδρασε στην ναυτική πολεμική ιστορία το πρώτο υποβρύχιο εν μάχη στον Αμερικανικό Εμφύλιο το ονομασμένο από τον σχεδιαστή και τον κύριο χρηματοδότη του, Horace Lawson Hunley.
Η πρώτη επιτυχής επιδρομή υποβρυχίου ήταν στις 17 Φεβρουαρίου 1864, όταν το Hunley των Νοτίων, στον Αμερικανικό Εμφύλιο, βύθισε το USS Housatonic στο λιμάνι του Τσάρλεστον, την πρώτη φορά που ένα υποβρύχιο βύθισε με επιτυχία ένα άλλο πλοίο, αν και βυθίστηκε και αυτό στην ίδια εμπλοκή, λίγο μετά την ένδειξη της επιτυχίας του. Τα υποβρύχια δεν είχαν σημαντική επίδραση στην έκβαση του πολέμου, αλλά έδειξαν την επερχόμενη σημασία τους στον πόλεμο και αύξησαν το ενδιαφέρον για την χρήση τους, ειδικά από την Γερμανία.
Κι υπάρχει μια συνέργεια γεωγραφικών κι ιστορικών λόγων για τούτο. Αποκλεισμένη στα στενά της από την ελεύθερη πρόσβαση στην ανοικτή θάλασσα, αλλά και από την ιστορική ναυτική παράδοση της Βρετανίας, η Γερμανία στράφηκε στην κρυφή δύναμη των υποβρυχίων για να αναμετρηθεί ναυτικά με την αντίπαλό της, απειλώντας τις ναυτικές συγκοινωνίες της νησιωτικής Βρετανίας με καταστροφικές υποβρύχιες δράσεις, τόσο στον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο, αλλά κι ιδιαίτερα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και η Γερμανία απαγορεύτηκε να έχει υποβρύχια από την Συνθήκη των Βερσαλλιών, η κατασκευή τους ξεκίνησε κρυφά κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Όταν αυτό έγινε γνωστό, η αγγλογερμανική ναυτική συμφωνία του 1936 επέτρεψε στην Γερμανία να επιτύχει ισοπλία στα υποβρύχια με την Βρετανία.
Η Γερμανία ξεκίνησε τον πόλεμο με 65 μόνο υποβρύχια, τα 21 στην θάλασσα όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Στην εξέλιξη, η Γερμανία σύντομα δημιούργησε τον μεγαλύτερο υποβρύχιο στόλο κατά την διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Λόγω της συνθήκης των Βερσαλλιών, που περιόριζε το ναυτικό επιφανείας, η ναυπήγηση των γερμανικών σκαφών επιφανείας είχε αρχίσει μόνο με σοβαρότητα ένα χρόνο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Χωρίς την ελπίδα να ανταγωνιστεί αποφασιστικά το τεράστιο, ανώτερο Βασιλικό Ναυτικό σε ναυμαχίες επιφανείας, η Γερμανική Ύπατη Διοίκηση σταμάτησε αμέσως όλες τις κατασκευές σκαφών επιφανείας, εκτός από τα σχεδόν ολοκληρωμένα θωρηκτά κατηγορίας Bismarck και δύο αντιτορπιλικά, και μετέφερε όλη την προσπάθεια στα υποβρύχια, τα οποία θα μπορούσαν πιο ελεύθερα να ναυπηγηθούν. Περισσότερα από χίλια υποβρύχια είχαν κατασκευαστεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Μια παράδοση στην ναυπήγηση υποβρυχίων στην οποία η Γερμανία ξεχωρίζει και σήμερα.
Η δράση των U-boat – κι η μακρά υποβρύχια παράδοση των Γερμανών
Η Γερμανία, λοιπόν, χρησιμοποίησε εκτεταμένα τα υποβρύχια στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την διάρκεια της Μάχης του Ατλαντικού, επιχειρώντας αλλά τελικά αποτυγχάνοντας να διακόψει τις γραμμές εφοδιασμού της Βρετανίας και βυθίζοντας περισσότερα πλοία απ’ όσα θα μπορούσε να αντικαταστήσει η Βρετανία. Οι γραμμές εφοδιασμού ήταν ζωτικής σημασίας για τη Βρετανία για τρόφιμα και βιομηχανία, καθώς και εξοπλισμούς από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και τα περίφημα υποβρύχια U-boat είχαν εξελιχθεί στο μεσοδιάστημα, η σημαντική καινοτομία ήταν η βελτιωμένη επικοινωνία, κρυπτογραφημένη με την διάσημη μηχανή κρυπτογράφησης Enigma. Αυτό επέτρεψε την τακτική μαζικής επίθεσης ή «wolfpacks» (Rudel), «αγέλης λύκων», αλλά αυτό σήμανε τελικά και την πτώση των U-boat, με την εμφάνιση κι επικράτηση του συμμαχικού υπερόπλου, του ραντάρ.
Αφού ανοιγόντουσαν στην θάλασσα, τα U-σκάφη λειτουργούσαν ως επί το πλείστον προσπαθώντας να βρουν νηοπομπές σε περιοχές που τους είχε ανατεθεί από την Ύπατη Διοίκηση. Εάν εντοπιζόταν μια νηοπομπή, το υποβρύχιο δεν επιτίθετο αμέσως, αλλά παρακολουθούσε την νηοπομπή, το «κομβόι», και έστελνε ραδιοσήματα στην Γερμανική Διοίκηση για να επιτρέψει σε άλλα υποβρύχια της περιοχής να βρουν την νηοπομπή. Τα υποβρύχια στην συνέχεια ομαδοποιούνταν σε μια μεγαλύτερη δύναμη κρούσης και επιτίθεντο στην νηοπομπή ταυτόχρονα, σαν αγέλη λύκων, κατά προτίμηση την νύχτα, ενώ ανέβαιναν στην επιφάνεια για να αποφευχθoύν τα «ASDIC», τα βρετανικά σόναρ.
Κατά τα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ubootwaffe (δύναμη «U-boat») σημείωσε άνευ προηγουμένου επιτυχίες με αυτές τις τακτικές, αλλά ήταν πολύ λίγα για να έχουν καθοριστική για τον Πόλεμο επιτυχία. Μέχρι το τέλος του πολέμου, σχεδόν 3.000 συμμαχικά πλοία (175 πολεμικά πλοία, 2.825 εμπορικά) βυθίστηκαν με U-boat. Με υψηλό κόστος: από τους 40.000 άνδρες στην υπηρεσία U-boat, 28.000 (70%) έχασαν την ζωή τους.
Συν τω χρόνω οι επιτυχίες των γερμανικών υποβρυχίων ακυρώνονταν από τον αυξημένο αριθμό συμμαχικών πλοίων και αεροσκαφών συνοδείας, καθώς και από τεχνικές εξελίξεις όπως το ραντάρ και το σόναρ. Η εφεύρεση της κατεύθυνσης υψηλής συχνότητας (HF / DF, γνωστής ως Huff-Duff) και της Ultra επέτρεψε στους Συμμάχους να δρομολογούν συνοδείες παρακάμπτοντας τα «wolfpacks», όταν ανίχνευαν ραδιοφωνικές μεταδόσεις από γερμανικά πλοία συνοδείας.
Ο ανθυποβρυχιακός πόλεμος κατά των U-boat ήταν καταστροφικός: από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του ίδιου έτους χάθηκαν πάνω από 130 U-boat, 41 μόνο τον Μάιο. Οι ταυτόχρονες απώλειες συμμάχων μειώθηκαν δραματικά, από 750.000 τόνους τον Μάρτιο σε 188.000 τον Ιούλιο. Παρόλο που η μάχη του Ατλαντικού συνεχίστηκε μέχρι την τελευταία ημέρα του πολέμου, η δύναμη των U-boat δεν μπόρεσε να αντέξει την ανεξάντλητη συμμαχική παλίρροια προσωπικού και προμηθειών, ανοίγοντας τον δρόμο για την D-Day. Αλλά ο Γουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε ότι η απειλή των U-boat ήταν το μόνο πράγμα που του έδινε ποτέ αμφιβολία για την ενδεχόμενη νίκη των Συμμάχων.
Ο ένδοξος Παπανικολής, τότε και τώρα στο Αιγαίο
Ένδοξη ιστορία έγραψε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το υποβρύχιο «Παπανικολής». Έδρασε σε δύο φάσεις, στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και στην διάρκεια της κατάληψης της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ενσωματωμένο στις συμμαχικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Κατά την πρώτη φάση της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο (Οκτώβριος 1940 - Απρίλιος 1941), το «Παπανικολής» εκτέλεσε 5 περιπολίες στην Αδριατική και βύθισε το ιταλικό ιστιοφόρο Antonietta (22 Δεκεμβρίου 1940), το ιταλικό οπλιταγωγό Firenze (3952 ΤΝ) και ενδεχομένως ένα ακόμη πετρελαιοκίνητο σκάφος (23 Ιανουαρίου 1941).
Στην δεύτερη φάση του πολέμου, μετά την κατάληψη της Ελλάδας, το υποβρύχιο κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και εκτέλεσε 9 πολεμικές περιπολίες, εξορμώντας από ναυτικές βάσεις της Μέσης Ανατολής (Μάιος 1941 - Οκτώβριος 1944). Βύθισε διάφορα επιταγμένα από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς ιστιοφόρα στο Αιγαίο (κυρίως στο Δυτικό), στην περιοχή της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Επιπλέον, βύθισε ένα φορτηγό 8.000 τόνων κοντά στην Ρόδο (27 Απριλίου 1941) και άλλο ένα 6.000 τόνων στα ανοιχτά της Κρήτης (τέλη 1942). Παράλληλα, έφερε σε πέρας ειδικές αποστολές, όπως αποβιβάσεις και παραλαβές πρακτόρων ή καταδρομέων. Διενήργησε, επίσης, στην Μέση Ανατολή συνολικά 10 ακόμα πολεμικές περιπολίες. Επέστρεψε τροπαιοφόρος στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση και το 1945 παροπλίσθηκε.
Τιμώντας το ένδοξο υποβρύχιο, ο πυργίσκος του Υ/Β «Παπανικολής» διατηρήθηκε στην βάση υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού και στην συνέχεια τοποθετήθηκε ως έκθεμα στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, στον Πειραιά. Επιπλέον, το όνομα «Παπανικολής» τιμάται ονομάζοντας την κλάση των σύγχρονων αθόρυβων ή «αόρατων» ελληνικών υποβρυχίων που αποτελούν ένα σημαντικό όπλο έναντι της Τουρκίας στην «σκακιέρα» του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι ακριβώς η «αόρατη» απειλή που αποτελεί φόβητρο της Τουρκίας, η οποία επιζητεί τώρα να αποκτήσει έξι όμοια υποβρύχια από την κατασκευάστρια Γερμανία, κάτι που προσπαθεί να ακυρώσει ή αναβάλει με διπλωματικά μέσα η Ελλάδα, φευ, με αμφίβολο αποτέλεσμα, δεδομένων και των ερεισμάτων της Τουρκίας στα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα της Γερμανίας.
Πώς έχει η ισορροπία υποβρυχιακών δυνάμεων στο Αιγαίο; Συνολικά η Ελλάδα διαθέτει 11 υποβρύχια, στόλος που θεωρείται από ξένα στρατιωτικά έντυπα «δυσανάλογα» μεγάλος. Έξι παλαιότερου τύπου, ένα εκσυγχρονισμένο τύπου 209 και τέσσερα τύπου 214, τα γνωστά και ως «Παπανικολής», που θεωρούνται αθόρυβα και, επομένως, «αόρατα». Η Τουρκία έχει ένα παραπάνω υποβρύχιο, συνολικά (12), όμως όλα είναι προηγούμενης γενιάς, τύπου 209.
Η διαφορά των υποβρυχίων τύπου 214 («Παπανικολής») είναι ότι φέρουν τεχνολογία που τους επιτρέπει να παραμείνουν για μεγάλα διαστήματα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ούτως ώστε να είναι δύσκολο να εντοπιστούν από εχθρικά ραντάρ. Επιπλέον, έχουν ένα ειδικό «σιωπηλό» σύστημα πρόωσης με συνέπεια να μην γίνονται αντιληπτά από αεροσκάφη, ελικόπτερα ή και πλοία επιφανείας. Αποτελούν, λοιπόν, ένα στρατηγικό όπλο που διασφαλίζει ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο, όσο και εάν δεν ευδοκήσει η απαντητική εξοπλιστική προσπάθεια της Τουρκίας. Που δεν έχει όμως απάντηση στην δοκιμασμένη «ναυτοσύνη» του Έλληνα.
___________________
*Φιλόσοφος, συγγραφέας
0 Σχόλια