ΑΓΓΕΛΟΣ
ΣΥΡΙΓΟΣ*
Μια φράση κλεμμένη από τον χώρο των ηλεκτρονικών παιχνιδιών
περιγράφει απόλυτα αυτό που συμβαίνει εδώ και καιρό με την Τουρκία: «Εχει
αλλάξει πίστα».
Κινείται
με άλλους όρους, εμφορείται από μεγαλοϊδεατικά όσο και ανεδαφικά οράματα,
θέλγεται από την ένταση, αδιαφορεί για το διεθνές δίκαιο και δεν διστάζει να
χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα όταν διαπιστώνει ότι έχει το περιθώριο.
Αντιθέτως, εμείς εξακολουθούμε να κινούμαστε με τους όρους της «παλιάς πίστας».
Οι ερμηνείες που δίνουμε είναι βγαλμένες από τις παραστάσεις τόσων δεκαετιών
ένοπλης ειρήνης μετά το 1974. Είναι όμως και άχρηστες στο να περιγράψουν το
σήμερα.
Επί
παραδείγματι, εξακολουθούμε να ανησυχούμε για την πιθανότητα θερμού επεισοδίου
μεταξύ των δύο χωρών. Στην πραγματικότητα, το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας
ξεπεράσαμε το επίπεδο ενός θερμού επεισοδίου. Αποκρούσαμε απόπειρα εισβολής. Ο
όρος «εισβολή» δεν περιλαμβάνει μόνον ένοπλη επίθεση με τεθωρακισμένα,
ελικόπτερα και αεροπλάνα. Στη στρατιωτική αντίληψη «εισβολή» μπορεί να είναι
οτιδήποτε υποτάσσει τον αντίπαλο. Είχαμε απόπειρα εισβολής? άλλου τύπου από την
ένοπλη, αλλά εισβολή με όλες τις συνέπειες που θα είχε, εάν επιτύγχανε. Τα όσα
συνέβησαν μας υποχρεώνουν να εκτιμήσουμε από το μηδέν τη στάση μας έναντι της
Τουρκίας.
Η
πρώτη διαπίστωση είναι ότι δεν διαθέτουμε εδώ και χρόνια στρατηγική έναντι της
Τουρκίας. Η στρατηγική του Ελσίνκι του 1999, όπως τροποποιήθηκε το 2004, έχει
εκπνεύσει προ πολλού. Αρκούμαστε στην άμυνα έναντι των τουρκικών πρωτοβουλιών
και επιθέσεων. Όπως συμβαίνει στο ποδόσφαιρο, όταν κρατάς μόνον άμυνα, αργά ή
γρήγορα θα δεχθείς το γκολ.
Η
δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η Τουρκία διεκδικεί ακραία πράγματα διότι γνωρίζει
ότι δεν θα έχει ουσιαστικό κόστος. Η Ελλάδα θα αντιδράσει με καλογραμμένες
διπλωματικές διακοινώσεις και παραστάσεις προς τις μεγάλες δυνάμεις. Τίποτα από
αυτά δεν ασκεί πίεση στην Τουρκία.
Και
εδώ φτάνουμε στην τρίτη διαπίστωση. Η ήπια στάση μας όχι μόνον δεν έχει
αποτρέψει την Τουρκία αλλά αντιθέτως την ενθαρρύνει να συνεχίσει. Εάν
συνεχίσουμε να αντιδρούμε με τον τρόπο που κινούμαστε μέχρι σήμερα, η Τουρκία
θα προχωρήσει μετά βεβαιότητας στα επόμενα βήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
είναι όσα συμβαίνουν με τις συντεταγμένες. Τον Ιούλιο του 2009
πρωτοεμφανίστηκαν οι τουρκικές διεκδικήσεις σε περιοχές νοτίως του
Καστελλόριζου. Τον Απρίλιο του 2012 η Τουρκία διεκδίκησε επισήμως συγκεκριμένες
περιοχές έως το ύψος της Ρόδου. Δημοσίευσε τους σχετικούς χάρτες στη δική της
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ενημέρωσε σχετικά τον ΟΗΕ. Λίγο αργότερα όρισε
τον 28ο Μεσημβρινό που περνά από τη Ρόδο ως το όριο των δυτικών της
διεκδικήσεων. Στη συνέχεια μας είπε ότι διεκδικεί και περιοχές δυτικά της Ρόδου
και είναι διατεθειμένη να συζητήσει μαζί μας τι μας ανήκει. Τον Νοέμβριο του
2019 μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου οι διεκδικήσεις της έφτασαν στην Κρήτη.
Ολη
αυτήν την περίοδο εμείς ήμασταν χαμένοι σε εσωτερικές διαμάχες ως προς το εάν
πρέπει να δώσουμε στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΗΕ (…!) τις συντεταγμένες των
περιοχών που θεωρούμε ότι μας ανήκουν.
Παρότι
υπάρχει σχετικός νόμος (το άρθρο 156 του ν.4001/2011), παρότι αναγγείλαμε στον
ΟΗΕ εδώ και μία περίπου δεκαετία ότι θα στείλουμε τις συντεταγμένες, ουδέποτε
το κάναμε. Γιατί όλα αυτά; Διότι ακόμη διακατεχόμαστε από μία αντίληψη που
ορίζει να αντιδρούμε με ήπιο τρόπο στις τουρκικές κινήσεις. Αλλοτε, για να μην
εξαγριώσουμε το θηρίο («μη τους προκαλέσουμε» είναι η φράση που ακούγεται).
Αλλοτε, διότι η οικονομική κατάσταση της χώρας δημιουργούσε πιο άμεσα και
απειλητικά προβλήματα.
Σε
τέτοιες συζητήσεις ακούγεται συχνά το θεωρούμενο ως αποστομωτικό ερώτημα: «Μα
καλά! Πόλεμο θέλετε;». Δυστυχώς, η Τουρκία έδειξε το τριήμερο της Καθαράς
Δευτέρας ότι επιθυμεί την πολεμική ένταση και τα θερμά επεισόδια. Επειδή ο
πόλεμος δεν μας συμφέρει, πρέπει να υιοθετήσουμε στρατηγική που θα αποτρέπει
την Τουρκία. Ο Ερντογάν θα πρέπει να αισθανθεί ότι η συνέχιση της πολιτικής του
θα συνεπάγεται κόστος.
Αυτό
αποτελεί και την τέταρτη διαπίστωση. Η στρατηγική ειρηνικής επιλύσεως των
ελληνοτουρκικών διαφορών δεν μπορεί να βασίζεται στην αποχή μας από την άσκηση
των δικαιωμάτων που μας δίνει το διεθνές δίκαιο. Για να αλλάξει στάση η Τουρκία
θα πρέπει να πιεσθεί στον τομέα όπου εμείς είμαστε ισχυροί: στο διεθνές δίκαιο
και στην εφαρμογή των κανόνων του που επί δεκαετίες έχουμε λησμονήσει. Αυτό
σημαίνει ότι ήλθε ο καιρός να ανατρέψουμε ένα ακόμη ταμπού της μεταπολιτευτικής
περιόδου: «Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα». Η Ελλάδα διεκδικεί την εφαρμογή των
κανόνων του διεθνούς δικαίου στις θάλασσές της. Αυτό θα πρέπει να γίνει με
προσεκτικό τρόπο, διότι η χρόνια αποχή μας έχει δημιουργήσει λανθασμένες
εντυπώσεις και προσδοκίες στην άλλη πλευρά.
___________________________
* Ο κ. Αγγελος
Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής,
βουλευτής της Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών
1 Σχόλια
Εύγε κε καθηγητά για τα αυτονόητα που τόσα χρόνια πολλοί τα σκέφτονταν, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα εκστομίσει. Ο κόσμος άλλαξε άρδην ήδη και εμείς είμαστε ακόμη στο χθες του κακομοιράκου σιμιτακου που υπέγραφε τις ενδοτικές βλακείες την μια πίσω από την άλλη. Λοιπόν δεν γνωρίζω εάν οι ιδέες σου έχουν βαρύνουσα σημασία στον ευρύτερο πολιτικό χώρο, αλλά πρέπει τάχιστα να συζητηθούν από εσάς, τον κο ΠΘ και μερικούς άλλους πολύ έμπιστους του για την μετέπειτα πορεία της χώρας, τώρα όχι μετά από ραντεβού.
ΑπάντησηΔιαγραφή